σορτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Παιδί με σορτς κάνει σκέιτμπορντ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σορτς < αγγλική shorts

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σορτς ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]