σορός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σορός | σοροί |
γενική | σορού | σορών |
αιτιατική | σορό | σορούς |
κλητική | σορέ σορό* |
σοροί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σορός < αρχαία ελληνική σορός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σορός θηλυκό
- το σώμα του νεκρού (όπως έχει προετοιμαστεί για ταφή ή αποτέφρωση)
- το φέρετρο στο οποίο έχουν τοποθετήσει μια σορό(1)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σορός | σορώ | σοροί |
Γενική | σοροῦ | σοροῖν | σορῶν |
Δοτική | σορῷ | σοροῖν | σοροῖς |
Αιτιατική | σορόν | σορώ | σορούς |
Κλητική | σορέ | σορώ | σοροί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σορός < *τϝορός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *twer- (περιβάλλω, περικλείω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σορός θηλυκό
- αγγείο στο οποίο τοποθετούμε τα οστά ενός νεκρού ή την τέφρα του, τεφροδόχος, φέρετρο
- μνήμα, σαρκοφάγος
- νεκροκρέβατο
- (σκωπτικά) γέρος, γριά