σος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σος θηλυκό άκλιτο
- (γαστρονομία) σάλτσα που συνοδεύει συνήθως σαλάτες
Δείτε επίσης : σός, ΣΟΣ |
σος θηλυκό άκλιτο