σοσιαλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοσιαλίζω < (αναδρομικός σχηματισμός) σοσιαλ(ισμός) + -ίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.si.aˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐σι‐α‐λί‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σοσιαλίζω, πρτ.: σοσιάλιζα, αόρ.: σοσιάλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- πραγματοποιώ σοσιαλιστικές κινήσεις, μεθόδους, πολιτικές
[επεξεργασία]
- σοσιαλίζων
- → και δείτε τη λέξη σοσιαλισμός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σοσιαλίζω | σοσιάλιζα | θα σοσιαλίζω | να σοσιαλίζω | σοσιαλίζοντας | |
β' ενικ. | σοσιαλίζεις | σοσιάλιζες | θα σοσιαλίζεις | να σοσιαλίζεις | σοσιάλιζε | |
γ' ενικ. | σοσιαλίζει | σοσιάλιζε | θα σοσιαλίζει | να σοσιαλίζει | ||
α' πληθ. | σοσιαλίζουμε | σοσιαλίζαμε | θα σοσιαλίζουμε | να σοσιαλίζουμε | ||
β' πληθ. | σοσιαλίζετε | σοσιαλίζατε | θα σοσιαλίζετε | να σοσιαλίζετε | σοσιαλίζετε | |
γ' πληθ. | σοσιαλίζουν(ε) | σοσιάλιζαν σοσιαλίζαν(ε) |
θα σοσιαλίζουν(ε) | να σοσιαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σοσιάλισα | θα σοσιαλίσω | να σοσιαλίσω | σοσιαλίσει | ||
β' ενικ. | σοσιάλισες | θα σοσιαλίσεις | να σοσιαλίσεις | σοσιάλισε | ||
γ' ενικ. | σοσιάλισε | θα σοσιαλίσει | να σοσιαλίσει | |||
α' πληθ. | σοσιαλίσαμε | θα σοσιαλίσουμε | να σοσιαλίσουμε | |||
β' πληθ. | σοσιαλίσατε | θα σοσιαλίσετε | να σοσιαλίσετε | σοσιαλίστε | ||
γ' πληθ. | σοσιάλισαν σοσιαλίσαν(ε) |
θα σοσιαλίσουν(ε) | να σοσιαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σοσιαλίσει | είχα σοσιαλίσει | θα έχω σοσιαλίσει | να έχω σοσιαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σοσιαλίσει | είχες σοσιαλίσει | θα έχεις σοσιαλίσει | να έχεις σοσιαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σοσιαλίσει | είχε σοσιαλίσει | θα έχει σοσιαλίσει | να έχει σοσιαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σοσιαλίσει | είχαμε σοσιαλίσει | θα έχουμε σοσιαλίσει | να έχουμε σοσιαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σοσιαλίσει | είχατε σοσιαλίσει | θα έχετε σοσιαλίσει | να έχετε σοσιαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σοσιαλίσει | είχαν σοσιαλίσει | θα έχουν σοσιαλίσει | να έχουν σοσιαλίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοσιαλίζω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σοσιαλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)