σοσιαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοσιαλίζω < (αναδρομικός σχηματισμός) σοσιαλ(ισμός) + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.si.aˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐σι‐α‐λί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σοσιαλίζω, πρτ.: σοσιάλιζα, αόρ.: σοσιάλισα (χωρίς παθητική φωνή)

  • πραγματοποιώ σοσιαλιστικές κινήσεις, μεθόδους, πολιτικές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]