σοσιαλδημοκράτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοσιαλδημοκράτης < γερμανική Sozialdemokrat
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοσιαλδημοκράτης αρσενικό (θηλυκό: σοσιαλδημοκράτισσα)
- ο υποστηρικτής της πολιτικής ιδεολογίας και πρακτικής της σοσιαλδημοκρατίας ή ο πολιτικός που ανήκει σε ένα κόμμα αυτού του χώρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοσιαλδημοκράτης