σοσιαλισμός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σοσιαλισμός | σοσιαλισμοί |
γενική | σοσιαλισμού | σοσιαλισμών |
αιτιατική | σοσιαλισμό | σοσιαλισμούς |
κλητική | σοσιαλισμέ | σοσιαλισμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοσιαλισμός < απόδοση του γαλλικού ορου socialisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοσιαλισμός αρσενικό
- οικονομική και κοινωνική θεωρία με αρκετά διαφοροποιημένες μεταξύ τους ερμηνείες και τάσεις από τη γένεσή της μέχρι τον 21ο αιώνα, αλλά που σε γενικές γραμμές υιοθετεί τον κοινωνικό ή κρατικό έλεγχο (μερικώς ή απολύτως) των μέσων παραγωγής και της κατανομής του εισοδήματος
- σοσιαλισμός ουτοπικός, επιστημονικός, υπαρκτός
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοσιαλισμός