Μετάβαση στο περιεχόμενο

σοσιαλισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοσιαλισμός οι σοσιαλισμοί
      γενική του σοσιαλισμού των σοσιαλισμών
    αιτιατική τον σοσιαλισμό τους σοσιαλισμούς
     κλητική σοσιαλισμέ σοσιαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σοσιαλισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική socialisme[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /so.si.a.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σοσιαλισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σοσιαλισμός αρσενικό

  • (οικονομία, πολιτική) οικονομική και κοινωνική θεωρία με αρκετά διαφοροποιημένες μεταξύ τους ερμηνείες και τάσεις από τη γένεσή της μέχρι τον 21ο αιώνα, αλλά που σε γενικές γραμμές υιοθετεί τον κοινωνικό ή κρατικό έλεγχο (μερικώς ή απολύτως) των μέσων παραγωγής και της κατανομής του εισοδήματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]