σοσιαλφασισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοσιαλφασισμός οι σοσιαλφασισμοί
      γενική του σοσιαλφασισμού των σοσιαλφασισμών
    αιτιατική τον σοσιαλφασισμό τους σοσιαλφασισμούς
     κλητική σοσιαλφασισμέ σοσιαλφασισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοσιαλφασισμός < σοσιαλισμός + φασισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοσιαλφασισμός αρσενικό

  • υποτιμητικά η σοσιαλδημοκρατία, με βάση θεωρία που υποστηρίχτηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν) κατά τη δεκαετία του 1930, σύμφωνα με την οποία η σοσιαλδημοκρατία ήταν παραλλαγή του φασισμού επειδή εμπόδιζε την πλήρη και οριστική μετάβαση προς τον κομμουνισμό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]