σουβατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουβατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική suvacı + -ς[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /su.vaˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐βα‐τζής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουβατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του σοβατζής
- ※ Κάμποσοι εργάτες και μαστόροι που είχαν σχολάσει, έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι, τα μέλη του Σωματείου Σφαγέων έλεγαν τα δικά τους, μαζεμένα σε μια γωνιά, 2-3 συνταξιούχοι σουβατζήδες έπιναν σουμάδα, δίπλα στη μαντεμένια σόμπα των ξύλων, σποραδικές παραγγελιές για καφέδες έρχονταν ακόμα από τα γύρω μαγαζιά, και τους πήγαινε ο «Γάτος» το τσιράκι του καφενείου.
- Παναγιώτης Αλεξέλλης, «Νύχτα του Φεβρουαρίου», στο περιοδικό Μυτιλήνη, τόμος Ε', 2004, σελ. 80. Διαθέσιμο στο searchculture.gr
- ※ Κάμποσοι εργάτες και μαστόροι που είχαν σχολάσει, έπαιζαν χαρτιά ή τάβλι, τα μέλη του Σωματείου Σφαγέων έλεγαν τα δικά τους, μαζεμένα σε μια γωνιά, 2-3 συνταξιούχοι σουβατζήδες έπιναν σουμάδα, δίπλα στη μαντεμένια σόμπα των ξύλων, σποραδικές παραγγελιές για καφέδες έρχονταν ακόμα από τα γύρω μαγαζιά, και τους πήγαινε ο «Γάτος» το τσιράκι του καφενείου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Σουβατζής (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουβατζής
→ δείτε τη λέξη σοβατζής |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σουβατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τζης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)