σουβλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουβλί τα σουβλιά
      γενική του σουβλιού των σουβλιών
    αιτιατική το σουβλί τα σουβλιά
     κλητική σουβλί σουβλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σουβλί μάστορα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουβλί < μεσαιωνική ελληνική σουβλί[1] / σουβλίν[2] / σουβλίον[2], υποκοριστικό του σούβλα < λατινική subula

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /suˈvli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐βλί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουβλί ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του σούβλα
  2. (εργαλείο) αιχμηρό εργαλείο με το οποίο χαράσσεται μια γραμμή από μικρές τρύπες για ξυλουργικές εργασίες ή γενικότερα ανοίγονται τρύπες (από υποδηματοποιούς κ.ά.) σε δέρματα κ.λπ.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. σουβλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 σουβλίον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)