σουβλατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουβλατζής < σουβλά(κι) + -τζής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σουβλατζής αρσενικό (θηλυκό σουβλατζού)
- (επάγγελμα) ο πλανόδιος, ή μόνιμα εγκατεστημένος ψήστης που ψήνει και πουλάει σουβλάκια έτοιμα για κατανάλωση,
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ψητοπωλείου που πουλάει έτοιμα σουβλάκια
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουβλατζής
|