σουβλισμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουβλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σουβλίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]σουβλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σουβλίζω
σουβλισμένος, -η, -ο