σουλαντιστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουλαντιστήρι | τα | σουλαντιστήρια |
γενική | του | σουλαντιστηριού | των | σουλαντιστηριών |
αιτιατική | το | σουλαντιστήρι | τα | σουλαντιστήρια |
κλητική | σουλαντιστήρι | σουλαντιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουλαντιστήρι < σουλαντίζω + -τήρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουλαντιστήρι ουδέτερο