σουλουπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουλουπώνω < σουλούπ(ι) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /su.luˈpo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐λου‐πώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σουλουπώνω, αόρ.: σουλούπωσα, παθ.φωνή: σουλουπώνομαι, π.αόρ.: σουλουπώθηκα, μτχ.π.π.: σουλουπωμένος

  • φροντίζω κάποιον ή κάτι ώστε να βελτιωθεί η εξωτερική του εμφάνιση
    Τον πήγανε στα μαγαζιά να αγοράσει καινούρια ρούχα, να τον σουλουπώσουνε κάπως.
    Το αρχικό κείμενο του άρθρου είχε πολλές ασυνταξίες, αλλά μετά από πολλή δουλειά κάπως το σουλούπωσε ο διορθωτής.
    Σουλουπώσου λίγο! Χτένισε τα μαλλιά σου! Βάλε και λίγο κραγιονάκι...

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]