σουλτανάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουλτανάτο < σουλτάνος + -άτο (βλέπε και δουκάτο, πριγκιπάτο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουλτανάτο ουδέτερο
σουλτανάτο ουδέτερο