σουλτανίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουλτανίνα οι σουλτανίνες
      γενική της σουλτανίνας
    αιτιατική τη σουλτανίνα τις σουλτανίνες
     κλητική σουλτανίνα σουλτανίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουλτανίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sultanina < τουρκικά sultanî[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sul.taˈni.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουλ‐τα‐νί‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σταφίδες σουλτανίνες

σουλτανίνα θηλυκό

  1. ποικιλία σταφυλιών με κίτρινες ρώγες χωρίς σπόρους, από την οποία παράγονται ξανθές σταφίδες
  2. η ξανθή σταφίδα που παράγεται από την παραπάνω ποικιλία σταφυλιών

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]