σουμερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουμερικός < Σουμέριος
Επίθετο[επεξεργασία]
σουμερικός -ή -ό και σουμεριακός
- που αναφέρεται στους Σουμερίους
σουμερικός -ή -ό και σουμεριακός