σουνιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουνιτικός < σουνίτ(ης) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σουνιτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στους σουνίτες, ανήκει σ' αυτούς ή έχει σχέση μ' αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σούνα