σουραυλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουραυλίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σουραυλίζω

  1. φλογερίζω
  2. μικροδουλεύω κάτι λεπτεπίλεπτο με υπομονή


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]