σουρεαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρεαλιστικός < σουρεαλισμός
Επίθετο[επεξεργασία]
σουρεαλιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουρεαλισμός