σουρμενίτικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σουρμενίτικος < Σουρμενίτ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /suɾ.meˈni.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουρ‐με‐νί‐τι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]σουρμενίτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τα Σούρμενα ή τους κατοίκους τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σουρμενίτικος
|
|