σουρτούκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρτούκης οι σουρτούκηδες
      γενική του σουρτούκη των σουρτούκηδων
    αιτιατική τον σουρτούκη τους σουρτούκηδες
     κλητική σουρτούκη σουρτούκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουρτούκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική sürtük < παλαιά τουρκική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουρτούκης αρσενικό (θηλυκό σουρτούκω)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]