σουσουδίστικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
σουσουδίστικος, -η, -ο
- (νεολογισμός) (μειωτικό) που έχει τα χαρακτηριστικά της σουσούς ή αναφέρεται σ' αυτήν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουσού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουσουδίστικος
|