σουσουδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουσουδισμός οι σουσουδισμοί
      γενική του σουσουδισμού των σουσουδισμών
    αιτιατική τον σουσουδισμό τους σουσουδισμούς
     κλητική σουσουδισμέ σουσουδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουσουδισμός < σουσουδίζω + -ισμός < γαλλική chouchou < chou

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουσουδισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]