σουσουράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουσουράδα < μεσαιωνική ελληνική σουσουράδα < σείω + ουρά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουσουράδα θηλυκό
- (ορνιθολογία) λαϊκή ονομασία του πουλιού σεισοπυγίς (Motacilla alba), που όλο κουνά την ουρά του
- Συνώνυμα τσιλιβήθρα, κωλοσούσα, μοτακίλλα, κίλλουρος, κιναίδιον, σεισοπυγίς, σχοινίλος
- (μεταφορικά) νεαρή κοπέλα που κάνει όλο καμώματα και νάζια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουσουράδα