σουσπασιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουσπασιόν < σισπανσιόν με τροπή άρθρωσης ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   < (άμεσο δάνειο) γαλλική suspension → και δείτε τη λέξη σισπανσιόν

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /su.spanˈsçon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐σπαν‐σιόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουσπασιόν θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «σισπα(ν)σιόν κ. σουσπα(ν)σιόν» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)