σουτιέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουτιέν < (άμεσο δάνειο) γαλλική soutien-gorge
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /suˈtçen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐τιέν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουτιέν ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο για την στήριξη των μαστών, ο στηθόδεσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουτιέν
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)