σουφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουφικός η σουφική το σουφικό
      γενική του σουφικού της σουφικής του σουφικού
    αιτιατική τον σουφικό τη σουφική το σουφικό
     κλητική σουφικέ σουφική σουφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουφικοί οι σουφικές τα σουφικά
      γενική των σουφικών των σουφικών των σουφικών
    αιτιατική τους σουφικούς τις σουφικές τα σουφικά
     κλητική σουφικοί σουφικές σουφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουφικός < Σούφ(ι) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σουφικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]