σουφρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουφρώνω < σούφρ(α) + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /suˈfɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σου‐φρώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

σουφρώνω

  1. συγκεντρώνω/συσφίγγω κάτι (βιολογικό όργανο/μέλος, δέρμα/ύφασμα [πχ τσάντας]) με αποτέλεσμα να δημιουργείται επιφανειακή χαλαρότητα και ζάρες/σούρες· (συχνά το σούφρωμα περιορίζει/κλείνει ένα άνοιγμα/μία είσοδο/οπή· χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο/χωρίς να αποτελεί μοναδική εκδοχή χρήσης του όρου)
  2. δημιουργώ σε κάτι σούρες, ζάρες, ρυτίδες, πτυχές κ.λπ.
  3. (μεταφορικά) χάνω το σφρίγος και την ακμή μου
  4. κλέβω ή αρπάζω κάτι χωρίς να με δουν

Κλίση[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]