σοφάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σοφάς | οι | σοφάδες |
γενική | του | σοφά | των | σοφάδων |
αιτιατική | τον | σοφά | τους | σοφάδες |
κλητική | σοφά | σοφάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοφάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sofa < αραβική صفة (súffa)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοφάς αρσενικό
- είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού
- (παρωχημένο) υπερυψωμένη εξέδρα ή κατασκευή μέσα σε δωμάτιο, που χρησίμευε για κατάκλιση
- ο σοφάς χρησίμευε ως χώρος ύπνου και η πρόσβαση σε αυτόν γινόταν με μικρή ξύλινη σκάλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)