σοφιστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφιστική οι σοφιστικές
      γενική της σοφιστικής των σοφιστικών
    αιτιατική τη σοφιστική τις σοφιστικές
     κλητική σοφιστική σοφιστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /so.fi.stiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐φι‐στι‐κή

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοφιστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου σοφιστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοφιστική θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σοφιστική

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]