σούβλα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σούβλα | σούβλες |
γενική | σούβλας | σουβλών |
αιτιατική | σούβλα | σούβλες |
κλητική | σούβλα | σούβλες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σούβλα < λατινική subula < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sūdʰlā < *sū- + *-dʰlā, συγγενές με το (λατινικά) suo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σούβλα θηλυκό
[επεξεργασία]
- ασούβλιστα
- ασούβλιστος
- κοντοσούβλι
- σουβλάκι
- σουβλατζής
- σουβλατζίδικο
- σουβλερός
- σουβλί
- σουβλιά
- σουβλίζω
- σουβλισμένος
- σούβλισμα
- σουβλισμός
- σουβλιστός
- σουβλίας
- σουβλίτσα
- Σουβλίτσα
- σουβλομύτης
- σούβλος
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
-
σούβλα στη Βικιπαίδεια