σούρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σούρνω < μεσαιωνική ελληνική σέρνω < αρχαία ελληνική σύρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsuɾ.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σούρ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
σούρνω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του σέρνω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σούρνω
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)