σπάγκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπάγκος | οι | σπάγκοι |
γενική | του | σπάγκου | των | σπάγκων |
αιτιατική | τον | σπάγκο | τους | σπάγκους |
κλητική | σπάγκε | σπάγκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπάγκος < μεσαιωνική ελληνική σπάγκος[1] / σπάγγος[2] < ιταλική spago < λατινική spacus. Αν σχετίζεται με την ελληνιστική κοινή σφᾰ́κος / φάσκος, ίσως είναι αντιδάνειο[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈspaŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπάγ‐κος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπάγκος αρσενικό
- το λεπτό σχοινί
- (μεταφορικά) ο τσιγκούνης
- άλλες μορφές: σπαγκοραμμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σπαγκιά
- σπαγκοραμμένος
- → δείτε τη λέξη φασκόμηλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαγγοραμένος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ 2,0 2,1 σπάγγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)