Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπάζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπάζω < μεσαιωνική ελληνική σπάζω < αρχαία ελληνική ἔσπασα < σπάω

σπάζω ή σπάω, παθητική φωνή: σπάζομαι

 δείτε τη λέξη  σπάω