Μετάβαση στο περιεχόμενο

σπάνια

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπάνια < σπάνιος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

σπάνια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σπάνια (el)

  1. η, την, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση θηλυκού στον ενικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
  2. τα, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση ουδετέρου στον πληθυντικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]