σπάνια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπάνια < σπάνιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]σπάνια
- σε σπάνιες περιπτώσεις
- Συνώνυμα: σπανίως, αραιά και που
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σπάνια (el)
- η, την, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση θηλυκού στον ενικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
- τα, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση ουδετέρου στον πληθυντικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του σπάνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σπάνιος