σπέντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπέντζα οι σπέντζες
      γενική της σπέντζας των σπεντζών
    αιτιατική τη σπέντζα τις σπέντζες
     κλητική σπέντζα σπέντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπέντζα < ιταλική spezie < λατινική species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spéḱyeti < *speḱ- (βλέπω‎ + *-yeti

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπέντζα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπέντζα οι σπέντζες
      γενική της σπέντζας των σπεντζών
    αιτιατική τη σπέντζα τις σπέντζες
     κλητική σπέντζα σπέντζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπέντζα < τουρκική ispençe < οθωμανική τουρκική پنجك (pencik) < پنج (penc, πέντε) < περσική پنج (panj, πέντε)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπέντζα θηλυκό

  • (ιστορία, οικονομία) χρηματικός φόρος που καταβάλλονταν[2] από χριστιανούς και εισπράττονταν[3] από τους σπαχήδες, στα τιμάρια των οποίων εργάζονταν οι χριστιανοί
    ※ Η σπέντζα ήταν χρηματικός φόρος που εισέπρατταν οι σπαχήδες από τους εγκατεστημένους στα φέουδά τους χριστιανούς χωρικούς και ο οποίος ήταν ανάλογος με την έκταση και την ποιότητα του καλλιεργούμενου εδάφους αλ­λά και την οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου. (Θεόδωρος Νημάς, «Η οθωμανική απογραφή του 1454/55 σε έντεκα χωριά του Νομού Τρικάλων στα ριζά των Χασίων: πληθυσμός, παραγωγή, ονόματα κατοίκων», Θεσσαλικά Μελετήματα, 8 (2018) 90)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Η φορολογία για την απελευθέρωση δούλου (απελεύθερος) ήταν ίση με το ⅕ της αξίας του.
  2. Συνήθως κατά τον μήνα Μάιο.
  3. Συνήθως προεισπράττονταν.