σπίκερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπίκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική speaker (ομιλητής)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπίκερ αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]