σπαλέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπαλέτα | οι | σπαλέτες |
γενική | της | σπαλέτας | των | σπαλετών |
αιτιατική | τη | σπαλέτα | τις | σπαλέτες |
κλητική | σπαλέτα | σπαλέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαλέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική spaleta
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαλέτα θηλυκό