σπαλομίτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαλομίτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαλομίτα θηλυκό ή υπερακάνθιος τένοντας ή νουά της σπάλας
- τμήμα μοσχαριού, από τα δύο μπροστινά τεταρτημόρια, που είναι ιδιαίτερα μαλακό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαλομίτα