σπανακοσαλάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπανακοσαλάτα οι σπανακοσαλάτες
      γενική της σπανακοσαλάτας
    αιτιατική τη σπανακοσαλάτα τις σπανακοσαλάτες
     κλητική σπανακοσαλάτα σπανακοσαλάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπανακοσαλάτα < σπανάκι + σαλάτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπανακοσαλάτα θηλυκό

  1. (γαστρονομία): σαλάτα με ωμά τρυφερά φύλλα σπανάκι, συνηθέστερα και με κύβους από ασπράδι βρασμένων αυγών και ελαφρά ψημένο μπέικον ανακατεμένα με σάλτσα από λιωμένους κρόκους αυγών. μουστάρδα, ξύδι και αλάτι, προσθέτοντας στο τέλος λάδι.
    οι Έλληνες δεν συνηθίζουν να τρώνε ωμό σπανάκι, παρότι η σπανακοσαλάτα είναι πολύ διαδεδομένη στην Ευρώπη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]