σπανιότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπανιότατος < υπερθετικός βαθμός του σπάνιος + -ότατος. Δείτε και το αρχαίο σπανιώτατος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπανιότατος, -η, -ο