σπανιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπανιότητα οι σπανιότητες
      γενική της σπανιότητας των σπανιοτήτων
    αιτιατική τη σπανιότητα τις σπανιότητες
     κλητική σπανιότητα σπανιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπανιότητα < αρχαία ελληνική σπανιότης < σπάνιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spa.niˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐νι‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπανιότητα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]