σπαράγγι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπαράγγι | τα | σπαράγγια |
γενική | του | σπαραγγιού | των | σπαραγγιών |
αιτιατική | το | σπαράγγι | τα | σπαράγγια |
κλητική | σπαράγγι | σπαράγγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαράγγι < αρχαία ελληνική ἀσπάραγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπαράγγι ουδέτερο
- (φυτό) πολυετές φυτό που ανήκει στο γένος Asparagus
- (λαχανικό) ο τρυφερός βλαστός του φυτού Αsparagus officinalis που τρώγεται ως λαχανικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαράγγι
|