σπαρίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαρίλα οι σπαρίλες
      γενική της σπαρίλας
    αιτιατική τη σπαρίλα τις σπαρίλες
     κλητική σπαρίλα σπαρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπαρίλα < σπάρος + -ίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπαρίλα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]