σπαραξικάρδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπαραξικάρδιος < ελληνιστική σπάραξις + -κάρδιος (< καρδιά + -ος) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heartrending
Επίθετο[επεξεργασία]
σπαραξικάρδιος, -α, -ο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπαραξικάρδιος