σπασίκλας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spaˈsi.klas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐σί‐κλας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπασίκλας αρσενικό (θηλυκό σπασίκλα)
- (μειωτικό) περιγελαστικός χαρακτηρισμός κάποιου (συνήθως μαθητή) που είναι πολύ επιμελής σε κάτι (π.χ. διάβασμα), αλλά δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο ή χωρίς αντιληπτική ικανότητα σε άλλα θέματα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σπασίκλα (θηλυκό: λειτουργία κοινού γένους)
[επεξεργασία]
- σπασικλάκι
- → δείτε τη λέξη σπάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπασίκλας
[επεξεργασία]
- ↑ σπασίκλας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.