σπασίκλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπασίκλας οι σπασίκλες
      γενική του σπασίκλα των σπασικλών
    αιτιατική τον σπασίκλα τους σπασίκλες
     κλητική σπασίκλα σπασίκλες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπασίκλας < (σπάζω) σπασ- + -ίκλας [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spaˈsi.klas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐σί‐κλας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπασίκλας αρσενικό (θηλυκό σπασίκλα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]