σπασμολυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπασμολυτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
σπασμολυτικός
- που σταματά τους σπασμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπασμολυτικός
|