σπαταλεμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]σπαταλεμένος, -η, -ο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σπατάλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπαταλεμένος
|
σπαταλεμένος, -η, -ο
|