σπειρωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπειρωτός η σπειρωτή το σπειρωτό
      γενική του σπειρωτού της σπειρωτής του σπειρωτού
    αιτιατική τον σπειρωτό τη σπειρωτή το σπειρωτό
     κλητική σπειρωτέ σπειρωτή σπειρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπειρωτοί οι σπειρωτές τα σπειρωτά
      γενική των σπειρωτών των σπειρωτών των σπειρωτών
    αιτιατική τους σπειρωτούς τις σπειρωτές τα σπειρωτά
     κλητική σπειρωτοί σπειρωτές σπειρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπειρωτός < σπείρ(α) + -ωτός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.ɾoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπει‐ρω‐τός

Επίθετο[επεξεργασία]

σπειρωτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]