σπεκουλάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπεκουλάρισμα < σπεκουλάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπεκουλάρισμα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπεκουλάρισμα
→ δείτε τη λέξη κερδοσκοπία |